- ἐφεδρισμός
- ἐφεδρ-ισμός or [suff] ἐφεδρ-ιασμός, ὁ,A the game itself, Poll.9.118, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφεδρισμός — ἐφεδρισμός ή ἐφεδριασμός, ὁ (Α) [εφεδρίζω] παιχνίδι κατά το οποίο αυτός που έχανε μετέφερε τον νικητή στην πλάτη του (πρβλ. τα νεώτ. παιχνίδια «καβάλα», «μηλαράκια») … Dictionary of Greek
εφεδριστήρ — ἐφεδριστήρ και ἐφεδρίτης, ὁ (Α) [εφεδρίζω] αυτός που παίζει το παιχνίδι εφεδρισμός … Dictionary of Greek